ἐπιπεφυκότα

ἐπιπεφυκότα
ἐπιπεφῡκότα , ἐπιφύω
make to grow
perf part act neut nom/voc/acc pl
ἐπιπεφῡκότα , ἐπιφύω
make to grow
perf part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • τράχωμα — (Ιατρ.). Μορφή χρόνιας επιπεφυκίτιδας, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό μεγάλων διαστάσεων: είναι λοιμώδες νόσημα, προσβάλλει κυρίως την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται συχνότερα με ενδημική μορφή στους λαούς των περιοχών που έχουν κλίμα ζεστό και… …   Dictionary of Greek

  • CHAMAEDAPHNE — Graece Χαμαιδάφνη, Alexandrea lurus est dicta, Dioscoridi, Χαμαιδάφνη, οἱ δὲ καὶ ταύτην Α᾿λεξάνδρειαν καλοῦσι, et Stephano; quorum ille Chamaedaphnae hoc proprium tribuit, quod fructum ferat, τοῖς φύλλοις ἐπιπεφυκότα, i. e. in tergo foliorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διστοιχίαση — η η έκφυση και δεύτερης σειράς βλεφαρίδων, οι οποίες στρέφονται προς τον οφθαλμό και ερεθίζουν τον επιπεφυκότα …   Dictionary of Greek

  • ημεραλωπία — Μειωμένη ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπινου ματιού κατά το λυκόφως, με την οποία η οπτική οξύτητα εξασθενεί ανάλογα με τη μείωση του φωτισμού. Η η. εμφανίζεται συχνά σε άτομα που η διατροφή τους είναι πτωχότατη σε βιταμίνη Α. Είναι συχνή σε… …   Dictionary of Greek

  • κερατο(ειδο)επιπεφυκίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού κερατοειδούς και τού επιπεφυκότα ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. kerato conjunctivitis < kerato (πρβλ. κέρας, τος) + conjunctivitis, που αποδίδεται …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • μεϊβομιανός — ή, ό φρ. «μεϊβομιανοί αδένες» ανατ. αδενίσκοι τού επιπεφυκότα πίσω από τα βλέφαρα, οι οποίοι εκκρίνουν ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα, τη λήμη, την τσίμπλα …   Dictionary of Greek

  • ξηροφθαλμία — η (Α ξηροφθαλμία) νεοελλ. ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται κερατινοποίηση και ξήρανση τού επιπεφυκότα και τού κερατοειδούς, λόγω απόφραξης τών δακρυϊκών πόρων ή αβιταμίνωσης Α, και μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ή και πλήρη… …   Dictionary of Greek

  • περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”